- ἀνηλέητος
- ἀνηλέητοςunpitiedmasc/fem nom sgἀνηλεήςwithout pitymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανηλέητος — ἀνηλέητος, ον (Α) [ελεώ] 1. αυτός που δεν τον λυπάται κανείς 2. ο ανάξιος να τον λυπηθεί κάποιος … Dictionary of Greek
ἀνηλεήτως — ἀνηλέητος unpitied adverbial ἀνηλέητος unpitied masc/fem acc pl (doric) ἀνηλεής without pity adverbial ἀνηλεής without pity masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)